Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρουματοποιός
κρουνεῖον
κρουνηδόν
κρουνίζω
κρουνίσκος
κρούνισμα
κρουνισμάτιον
κρουνισμός
κρουνίτης
Κρουνοί
κρουνός
κρουνοχυτρολήραιος
κρούπεζαι
κρουπεζόομαι
κρουπεζοφόρος
κρουσιδημέω
κρουσίθυρος
κρουσιλύρης
κρουσιμετρέω
κρουσιμέτρης
κροῦσις
View word page
κρουνός
a spring, well-head

ShortDef

a spring, well-head

Debugging

Headword:
κρουνός
Headword (normalized):
κρουνός
Headword (normalized/stripped):
κρουνος
IDX:
50753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50754
Key:

Data

{'content': 'a spring, well-head'}