Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κροτωνιάτης
κροτωνοφόρος
κροῦμα
κρουματικός
κρουμάτιον
κρουματοποιός
κρουνεῖον
κρουνηδόν
κρουνίζω
κρουνίσκος
κρούνισμα
κρουνισμάτιον
κρουνισμός
κρουνίτης
Κρουνοί
κρουνός
κρουνοχυτρολήραιος
κρούπεζαι
κρουπεζόομαι
κρουπεζοφόρος
κρουσιδημέω
View word page
κρούνισμα
a gush
ShortDef
a gush
Debugging
Headword:
κρούνισμα
Headword (normalized):
κρούνισμα
Headword (normalized/stripped):
κρουνισμα
IDX:
50748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50749
Key:
Data
{'content': 'a gush'}