Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κρότησις
κροτητικός
κροτητός
κροτοθόρυβος
κρότος
Κρότων
κροτών
κροτώνη
Κροτωνιάτης
κροτωνοφόρος
κροῦμα
κρουματικός
κρουμάτιον
κρουματοποιός
κρουνεῖον
κρουνηδόν
κρουνίζω
κρουνίσκος
κρούνισμα
κρουνισμάτιον
κρουνισμός
View word page
κροῦμα
a stroke: a sound made by striking stringed instruments
ShortDef
a stroke: a sound made by striking stringed instruments
Debugging
Headword:
κροῦμα
Headword (normalized):
κροῦμα
Headword (normalized/stripped):
κρουμα
IDX:
50740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50741
Key:
Data
{'content': 'a stroke: a sound made by striking stringed instruments'}