Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κροτάφιος
κροταφίς
κροταφιστής
κροταφίτης
κρόταφος
κροτέω
κρότημα
κροτησίγομφος
κρότησις
κροτητικός
κροτητός
κροτοθόρυβος
κρότος
Κρότων
κροτών
κροτώνη
Κροτωνιάτης
κροτωνοφόρος
κροῦμα
κρουματικός
κρουμάτιον
View word page
κροτητός
stricken, sounding with blows
ShortDef
stricken, sounding with blows
Debugging
Headword:
κροτητός
Headword (normalized):
κροτητός
Headword (normalized/stripped):
κροτητος
IDX:
50732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50733
Key:
Data
{'content': 'stricken, sounding with blows'}