Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κρονότεκνος
κροντᾷ
κρόσσαι
κροσσοί
κροσσωτός
κροτάλια
κροταλίζω
κροταλισμός
κροταλίστρια
κρόταλον
κροταφίζω
κροτάφιος
κροταφίς
κροταφιστής
κροταφίτης
κρόταφος
κροτέω
κρότημα
κροτησίγομφος
κρότησις
κροτητικός
View word page
κροταφίζω
strike on the temples

ShortDef

strike on the temples

Debugging

Headword:
κροταφίζω
Headword (normalized):
κροταφίζω
Headword (normalized/stripped):
κροταφιζω
IDX:
50721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50722
Key:

Data

{'content': 'strike on the temples'}