Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κρόνιππος
Κρονίων
Κρονοθήκη
Κρονόληρος
Κρόνος
κρόνος
Κρονότεκνος
κροντᾷ
κρόσσαι
κροσσοί
κροσσωτός
κροτάλια
κροταλίζω
κροταλισμός
κροταλίστρια
κρόταλον
κροταφίζω
κροτάφιος
κροταφίς
κροταφιστής
κροταφίτης
View word page
κροσσωτός
tasselled, fringed

ShortDef

tasselled, fringed

Debugging

Headword:
κροσσωτός
Headword (normalized):
κροσσωτός
Headword (normalized/stripped):
κροσσωτος
IDX:
50715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50716
Key:

Data

{'content': 'tasselled, fringed'}