Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κρονίδης
Κρονικός
Κρόνιος
Κρόνιππος
Κρονίων
Κρονοθήκη
Κρονόληρος
Κρόνος
κρόνος
Κρονότεκνος
κροντᾷ
κρόσσαι
κροσσοί
κροσσωτός
κροτάλια
κροταλίζω
κροταλισμός
κροταλίστρια
κρόταλον
κροταφίζω
κροτάφιος
View word page
κροντᾷ
two-edged axe
ShortDef
two-edged axe
Debugging
Headword:
κροντᾷ
Headword (normalized):
κροντᾷ
Headword (normalized/stripped):
κροντα
IDX:
50712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50713
Key:
Data
{'content': 'two-edged axe'}