Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κρόμος
Κρονεῖον
Κρονίδας
Κρονίδης
Κρονικός
Κρόνιος
Κρόνιππος
Κρονίων
Κρονοθήκη
Κρονόληρος
Κρόνος
κρόνος
Κρονότεκνος
κροντᾷ
κρόσσαι
κροσσοί
κροσσωτός
κροτάλια
κροταλίζω
κροταλισμός
κροταλίστρια
View word page
Κρόνος
Cronus
ShortDef
Cronus
old fool (Cronos)
Debugging
Headword:
Κρόνος
Headword (normalized):
κρόνος
Headword (normalized/stripped):
κρονος
IDX:
50709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50710
Key:
Data
{'content': 'Cronus'}