Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγκυλιδωτός
ἀγκυλίζομαι
ἀγκύλιον
ἀγκυλίς
ἀγκύλλω
ἀγκυλοβλέφαρον
ἀγκυλόγλωσσον
ἀγκυλογλώχιν
ἀγκυλόδειρος
ἀγκυλόδους
ἀγκυλοειδής
ἀγκυλοκοπέω
ἀγκυλόκυκλος
ἀγκυλόκωλος
ἀγκυλομαχία
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκυλοχήλης
View word page
ἀγκυλοειδής
winding
ShortDef
winding
Debugging
Headword:
ἀγκυλοειδής
Headword (normalized):
ἀγκυλοειδής
Headword (normalized/stripped):
αγκυλοειδης
IDX:
506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-507
Key:
Data
{'content': 'winding'}