Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κροκύς
κροκύφαντος
κροκώδης
κροκωτίδιον
κροκωτός
κροκωτοφορέω
κροκωτοφόρος
κρομβόω
κρομμύδιον
κρομμυογήτειον
κρόμμυον
κρομμυοξυρεγμία
κρομμυπώλης
κρομμυπώλιον
κρομμύφακον
Κρομμυών
Κρομμυώνιος
Κρόμος
Κρονεῖον
Κρονίδας
Κρονίδης
View word page
κρόμμυον
an onion

ShortDef

an onion

Debugging

Headword:
κρόμμυον
Headword (normalized):
κρόμμυον
Headword (normalized/stripped):
κρομμυον
IDX:
50692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50693
Key:

Data

{'content': 'an onion'}