Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κρόκος
κροκόττας
κροκόω
κροκυδίζω
κροκυδισμός
Κροκύλεια
κροκύς
κροκύφαντος
κροκώδης
κροκωτίδιον
κροκωτός
κροκωτοφορέω
κροκωτοφόρος
κρομβόω
κρομμύδιον
κρομμυογήτειον
κρόμμυον
κρομμυοξυρεγμία
κρομμυπώλης
κρομμυπώλιον
κρομμύφακον
View word page
κροκωτός
(adj) saffron-dyed, saffron-coloured; (n) a saffron-colored robe
ShortDef
(adj) saffron-dyed, saffron-coloured; (n) a saffron-colored robe
Debugging
Headword:
κροκωτός
Headword (normalized):
κροκωτός
Headword (normalized/stripped):
κροκωτος
IDX:
50686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50687
Key:
Data
{'content': '(adj) saffron-dyed, saffron-coloured; (n) a saffron-colored robe'}