Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κροκόμηλον
κροκονητική
κροκόπεπλος
κρόκος
κροκόττας
κροκόω
κροκυδίζω
κροκυδισμός
Κροκύλεια
κροκύς
κροκύφαντος
κροκώδης
κροκωτίδιον
κροκωτός
κροκωτοφορέω
κροκωτοφόρος
κρομβόω
κρομμύδιον
κρομμυογήτειον
κρόμμυον
κρομμυοξυρεγμία
View word page
κροκύφαντος
woven

ShortDef

woven

Debugging

Headword:
κροκύφαντος
Headword (normalized):
κροκύφαντος
Headword (normalized/stripped):
κροκυφαντος
IDX:
50683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50684
Key:

Data

{'content': 'woven'}