Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κροκίας
κροκίζω
κρόκινος
κρόκιον
κροκίς
κροκισμός
κρόκκαι
κροκόβαπτος
κροκοβαφής
κροκόδειλος
κροκοδιλέα
κροκοδίλεον
κροκοδίλινος
κροκοδιλοβοσκός
κροκοδιλόδηκτος
κροκοδιλοειδής
κροκόδιλος
κροκοδιλοτάφιον
κροκοειδής
κροκοείμων
κροκόεις
View word page
κροκοδιλέα
dung of the κροκόδιλος χερσαῖος, used as an eye-salve
ShortDef
dung of the κροκόδιλος χερσαῖος, used as an eye-salve
Debugging
Headword:
κροκοδιλέα
Headword (normalized):
κροκοδιλέα
Headword (normalized/stripped):
κροκοδιλεα
IDX:
50661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50662
Key:
Data
{'content': 'dung of the κροκόδιλος χερσαῖος, used as an eye-salve'}