Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κροκήϊος
κροκηρός
κροκίας
κροκίζω
κρόκινος
κρόκιον
κροκίς
κροκισμός
κρόκκαι
κροκόβαπτος
κροκοβαφής
κροκόδειλος
κροκοδιλέα
κροκοδίλεον
κροκοδίλινος
κροκοδιλοβοσκός
κροκοδιλόδηκτος
κροκοδιλοειδής
κροκόδιλος
κροκοδιλοτάφιον
κροκοειδής
View word page
κροκοβαφής
sallow, sickly
ShortDef
sallow, sickly
Debugging
Headword:
κροκοβαφής
Headword (normalized):
κροκοβαφής
Headword (normalized/stripped):
κροκοβαφης
IDX:
50659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50660
Key:
Data
{'content': 'sallow, sickly'}