Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κριτής
Κριτιάζω
Κριτίας
κριτικός
Κριτόβουλος
κριτός
Κρίτων
Κριώα
κριώδης
κροαίνω
κροιός
Κροῖσμος
Κροῖσος
κροκάλη
κροκᾶτον
κρόκεος
κρόκη
κροκήϊος
κροκηρός
κροκίας
κροκίζω
View word page
κροιός
curtailed

ShortDef

curtailed

Debugging

Headword:
κροιός
Headword (normalized):
κροιός
Headword (normalized/stripped):
κροιος
IDX:
50642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50643
Key:

Data

{'content': 'curtailed'}