Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κρίσσιον
κρισσοκάβων
κρισσός
Κρίταλλα
κριτέος
κριτήρ
κριτήριον
κριτής
Κριτιάζω
Κριτίας
κριτικός
Κριτόβουλος
κριτός
Κρίτων
Κριώα
κριώδης
κροαίνω
κροιός
Κροῖσμος
Κροῖσος
κροκάλη
View word page
κριτικός
able to discern, critical
ShortDef
able to discern, critical
Debugging
Headword:
κριτικός
Headword (normalized):
κριτικός
Headword (normalized/stripped):
κριτικος
IDX:
50635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50636
Key:
Data
{'content': 'able to discern, critical'}