Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κριμνίτης
κρίμνον
κριμνώδης
κρινάνθεμον
κρίνινος
κρινοειδής
κρίνον
κρινοστέφανος
κρίνω
κρινωνιά
κρινωτός
κριοβόλιον
κριοβόλος
κριοδόχη
κριοειδής
κριοκέρατος
κριοκέφαλος
κριοκοπέω
κριομαχέω
κριόμορφος
κριόμυξος
View word page
κρινωτός
adorned with lilies

ShortDef

adorned with lilies

Debugging

Headword:
κρινωτός
Headword (normalized):
κρινωτός
Headword (normalized/stripped):
κρινωτος
IDX:
50600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50601
Key:

Data

{'content': 'adorned with lilies'}