Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγκυλητός
ἀγκυλιδωτός
ἀγκυλίζομαι
ἀγκύλιον
ἀγκυλίς
ἀγκύλλω
ἀγκυλοβλέφαρον
ἀγκυλόγλωσσον
ἀγκυλογλώχιν
ἀγκυλόδειρος
ἀγκυλόδους
ἀγκυλοειδής
ἀγκυλοκοπέω
ἀγκυλόκυκλος
ἀγκυλόκωλος
ἀγκυλομαχία
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
View word page
ἀγκυλόδους
crook-toothed: barbed

ShortDef

crook-toothed: barbed

Debugging

Headword:
ἀγκυλόδους
Headword (normalized):
ἀγκυλόδους
Headword (normalized/stripped):
αγκυλοδους
IDX:
505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-506
Key:

Data

{'content': 'crook-toothed: barbed'}