Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρίμα
κρίμναμι
κριμνίτης
κρίμνον
κριμνώδης
κρινάνθεμον
κρίνινος
κρινοειδής
κρίνον
κρινοστέφανος
κρίνω
κρινωνιά
κρινωτός
κριοβόλιον
κριοβόλος
κριοδόχη
κριοειδής
κριοκέρατος
κριοκέφαλος
κριοκοπέω
κριομαχέω
View word page
κρίνω
to pick out, choose, judge, determine

ShortDef

to pick out, choose, judge, determine

Debugging

Headword:
κρίνω
Headword (normalized):
κρίνω
Headword (normalized/stripped):
κρινω
IDX:
50598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50599
Key:

Data

{'content': 'to pick out, choose, judge, determine'}