Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρίκος
κρίκωμα
κρίκωσις
κρικωτός
κρίμα
κρίμναμι
κριμνίτης
κρίμνον
κριμνώδης
κρινάνθεμον
κρίνινος
κρινοειδής
κρίνον
κρινοστέφανος
κρίνω
κρινωνιά
κρινωτός
κριοβόλιον
κριοβόλος
κριοδόχη
κριοειδής
View word page
κρίνινος
made of lilies

ShortDef

made of lilies

Debugging

Headword:
κρίνινος
Headword (normalized):
κρίνινος
Headword (normalized/stripped):
κρινινος
IDX:
50594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50595
Key:

Data

{'content': 'made of lilies'}