Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κριθοφόρος
κριθοφυλακία
κριθώδης
κριθώλεθρος
κρικέλλιον
κρίκελλος
κρικηλασία
κρικοειδής
κρικόομαι
κρικοποιέομαι
κρίκος
κρίκωμα
κρίκωσις
κρικωτός
κρίμα
κρίμναμι
κριμνίτης
κρίμνον
κριμνώδης
κρινάνθεμον
κρίνινος
View word page
κρίκος
a ring

ShortDef

a ring

Debugging

Headword:
κρίκος
Headword (normalized):
κρίκος
Headword (normalized/stripped):
κρικος
IDX:
50584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50585
Key:

Data

{'content': 'a ring'}