Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κριθάχυρον
κριθάω
κριθή
κριθίασις
κριθίδιον
κριθίζω
κριθικός
κρίθινος
κριθολόγος
κριθομαντεῖα
κριθόμαντις
κριθοπομπία
κριθόπυρον
κριθοπώλης
κριθοτράγος
κριθοφαγία
κριθοφάγος
κριθοφόρος
κριθοφυλακία
κριθώδης
κριθώλεθρος
View word page
κριθόμαντις
one who divined by barley
ShortDef
one who divined by barley
Debugging
Headword:
κριθόμαντις
Headword (normalized):
κριθόμαντις
Headword (normalized/stripped):
κριθομαντις
IDX:
50567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50568
Key:
Data
{'content': 'one who divined by barley'}