Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κριθάλευρον
κριθανίας
κριθάχυρον
κριθάω
κριθή
κριθίασις
κριθίδιον
κριθίζω
κριθικός
κρίθινος
κριθολόγος
κριθομαντεῖα
κριθόμαντις
κριθοπομπία
κριθόπυρον
κριθοπώλης
κριθοτράγος
κριθοφαγία
κριθοφάγος
κριθοφόρος
κριθοφυλακία
View word page
κριθολόγος
gathering barley

ShortDef

gathering barley

Debugging

Headword:
κριθολόγος
Headword (normalized):
κριθολόγος
Headword (normalized/stripped):
κριθολογος
IDX:
50565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50566
Key:

Data

{'content': 'gathering barley'}