Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρίζω
κριηδόν
κριθαία
κριθάλευρον
κριθανίας
κριθάχυρον
κριθάω
κριθή
κριθίασις
κριθίδιον
κριθίζω
κριθικός
κρίθινος
κριθολόγος
κριθομαντεῖα
κριθόμαντις
κριθοπομπία
κριθόπυρον
κριθοπώλης
κριθοτράγος
κριθοφαγία
View word page
κριθίζω
to feed with barley

ShortDef

to feed with barley

Debugging

Headword:
κριθίζω
Headword (normalized):
κριθίζω
Headword (normalized/stripped):
κριθιζω
IDX:
50562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50563
Key:

Data

{'content': 'to feed with barley'}