Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρίβανος
κριβανωτός
κριγή
κρίζω
κριηδόν
κριθαία
κριθάλευρον
κριθανίας
κριθάχυρον
κριθάω
κριθή
κριθίασις
κριθίδιον
κριθίζω
κριθικός
κρίθινος
κριθολόγος
κριθομαντεῖα
κριθόμαντις
κριθοπομπία
κριθόπυρον
View word page
κριθή
barley-corns, barley

ShortDef

barley-corns, barley

Debugging

Headword:
κριθή
Headword (normalized):
κριθή
Headword (normalized/stripped):
κριθη
IDX:
50559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50560
Key:

Data

{'content': 'barley-corns, barley'}