Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κριβανοειδής
κρίβανος
κριβανωτός
κριγή
κρίζω
κριηδόν
κριθαία
κριθάλευρον
κριθανίας
κριθάχυρον
κριθάω
κριθή
κριθίασις
κριθίδιον
κριθίζω
κριθικός
κρίθινος
κριθολόγος
κριθομαντεῖα
κριθόμαντις
κριθοπομπία
View word page
κριθάω
to be barley-fed, to wax wanton
ShortDef
to be barley-fed, to wax wanton
Debugging
Headword:
κριθάω
Headword (normalized):
κριθάω
Headword (normalized/stripped):
κριθαω
IDX:
50558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50559
Key:
Data
{'content': 'to be barley-fed, to wax wanton'}