Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κριβανεύς
κριβάνη
κριβανικός
κριβάνιον
κριβάνιος
κριβανίτης
κριβανοειδής
κρίβανος
κριβανωτός
κριγή
κρίζω
κριηδόν
κριθαία
κριθάλευρον
κριθανίας
κριθάχυρον
κριθάω
κριθή
κριθίασις
κριθίδιον
κριθίζω
View word page
κρίζω
to creak
ShortDef
to creak
Debugging
Headword:
κρίζω
Headword (normalized):
κρίζω
Headword (normalized/stripped):
κριζω
IDX:
50552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50553
Key:
Data
{'content': 'to creak'}