Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κρητίζω
Κρητικός
Κρητισμός
Κρητογενής
κρῖ
κριβανάριος
κριβανεῖον
κριβανεύς
κριβάνη
κριβανικός
κριβάνιον
κριβάνιος
κριβανίτης
κριβανοειδής
κρίβανος
κριβανωτός
κριγή
κρίζω
κριηδόν
κριθαία
κριθάλευρον
View word page
κριβάνιον
baking-oven
ShortDef
baking-oven
Debugging
Headword:
κριβάνιον
Headword (normalized):
κριβάνιον
Headword (normalized/stripped):
κριβανιον
IDX:
50545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50546
Key:
Data
{'content': 'baking-oven'}