Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κρήτηνδε
κρητίζω
Κρητικός
Κρητισμός
Κρητογενής
κρῖ
κριβανάριος
κριβανεῖον
κριβανεύς
κριβάνη
κριβανικός
κριβάνιον
κριβάνιος
κριβανίτης
κριβανοειδής
κρίβανος
κριβανωτός
κριγή
κρίζω
κριηδόν
κριθαία
View word page
κριβανικός
belonging to a bakery

ShortDef

belonging to a bakery

Debugging

Headword:
κριβανικός
Headword (normalized):
κριβανικός
Headword (normalized/stripped):
κριβανικος
IDX:
50544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50545
Key:

Data

{'content': 'belonging to a bakery'}