Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κρήτηθεν
Κρήτηνδε
κρητίζω
Κρητικός
Κρητισμός
Κρητογενής
κρῖ
κριβανάριος
κριβανεῖον
κριβανεύς
κριβάνη
κριβανικός
κριβάνιον
κριβάνιος
κριβανίτης
κριβανοειδής
κρίβανος
κριβανωτός
κριγή
κρίζω
κριηδόν
View word page
κριβάνη
a cake
ShortDef
a cake
Debugging
Headword:
κριβάνη
Headword (normalized):
κριβάνη
Headword (normalized/stripped):
κριβανη
IDX:
50543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50544
Key:
Data
{'content': 'a cake'}