Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κρητάρχης
κρήτη
Κρήτη
Κρήτηθεν
Κρήτηνδε
κρητίζω
Κρητικός
Κρητισμός
Κρητογενής
κρῖ
κριβανάριος
κριβανεῖον
κριβανεύς
κριβάνη
κριβανικός
κριβάνιον
κριβάνιος
κριβανίτης
κριβανοειδής
κρίβανος
κριβανωτός
View word page
κριβανάριος
armoured cavalryman, Zeitschr. Deutsch.Pal.Vereins

ShortDef

armoured cavalryman, Zeitschr. Deutsch.Pal.Vereins

Debugging

Headword:
κριβανάριος
Headword (normalized):
κριβανάριος
Headword (normalized/stripped):
κριβαναριος
IDX:
50540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50541
Key:

Data

{'content': 'armoured cavalryman, Zeitschr. Deutsch.Pal.Vereins'}