Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρητάριον
Κρητάρχης
κρήτη
Κρήτη
Κρήτηθεν
Κρήτηνδε
κρητίζω
Κρητικός
Κρητισμός
Κρητογενής
κρῖ
κριβανάριος
κριβανεῖον
κριβανεύς
κριβάνη
κριβανικός
κριβάνιον
κριβάνιος
κριβανίτης
κριβανοειδής
κρίβανος
View word page
κρῖ
barley

ShortDef

barley

Debugging

Headword:
κρῖ
Headword (normalized):
κρῖ
Headword (normalized/stripped):
κρι
IDX:
50539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50540
Key:

Data

{'content': 'barley'}