Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κρησερίτης
Κρήσιος
κρησφύγετον
κρητάριον
Κρητάρχης
κρήτη
Κρήτη
Κρήτηθεν
Κρήτηνδε
κρητίζω
Κρητικός
Κρητισμός
Κρητογενής
κρῖ
κριβανάριος
κριβανεῖον
κριβανεύς
κριβάνη
κριβανικός
κριβάνιον
κριβάνιος
View word page
Κρητικός
of Crete, Cretan
ShortDef
of Crete, Cretan
Debugging
Headword:
Κρητικός
Headword (normalized):
κρητικός
Headword (normalized/stripped):
κρητικος
IDX:
50536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50537
Key:
Data
{'content': 'of Crete, Cretan'}