Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρηπιδόω
κρηπίδωμα
κρηπίς
Κρής
κρησέρα
κρησερίτης
Κρήσιος
κρησφύγετον
κρητάριον
Κρητάρχης
κρήτη
Κρήτη
Κρήτηθεν
Κρήτηνδε
κρητίζω
Κρητικός
Κρητισμός
Κρητογενής
κρῖ
κριβανάριος
κριβανεῖον
View word page
κρήτη
creta, chalk

ShortDef

creta, chalk
Crete

Debugging

Headword:
κρήτη
Headword (normalized):
κρήτη
Headword (normalized/stripped):
κρητη
IDX:
50531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50532
Key:

Data

{'content': 'creta, chalk'}