Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρηνοῦχος
κρηνοφυλάκιον
κρηνοφύλαξ
κρηπιδαῖον
κρηπιδιαῖος
κρηπίδιον
κρηπιδοποιός
κρηπιδόω
κρηπίδωμα
κρηπίς
Κρής
κρησέρα
κρησερίτης
Κρήσιος
κρησφύγετον
κρητάριον
Κρητάρχης
κρήτη
Κρήτη
Κρήτηθεν
Κρήτηνδε
View word page
Κρής
a Cretan

ShortDef

a Cretan

Debugging

Headword:
Κρής
Headword (normalized):
κρής
Headword (normalized/stripped):
κρης
IDX:
50524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50525
Key:

Data

{'content': 'a Cretan'}