Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρήνηθεν
κρηνήϊος
κρήνηνδε
κρηνιάς
κρηνῖτις
κρηνοῦχος
κρηνοφυλάκιον
κρηνοφύλαξ
κρηπιδαῖον
κρηπιδιαῖος
κρηπίδιον
κρηπιδοποιός
κρηπιδόω
κρηπίδωμα
κρηπίς
Κρής
κρησέρα
κρησερίτης
Κρήσιος
κρησφύγετον
κρητάριον
View word page
κρηπίδιον
kerb

ShortDef

kerb

Debugging

Headword:
κρηπίδιον
Headword (normalized):
κρηπίδιον
Headword (normalized/stripped):
κρηπιδιον
IDX:
50519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50520
Key:

Data

{'content': 'kerb'}