Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρημνώρεια
κρηναῖος
κρήνη
κρήνηθεν
κρηνήϊος
κρήνηνδε
κρηνιάς
κρηνῖτις
κρηνοῦχος
κρηνοφυλάκιον
κρηνοφύλαξ
κρηπιδαῖον
κρηπιδιαῖος
κρηπίδιον
κρηπιδοποιός
κρηπιδόω
κρηπίδωμα
κρηπίς
Κρής
κρησέρα
κρησερίτης
View word page
κρηνοφύλαξ
warden of the springs

ShortDef

warden of the springs

Debugging

Headword:
κρηνοφύλαξ
Headword (normalized):
κρηνοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
κρηνοφυλαξ
IDX:
50516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50517
Key:

Data

{'content': 'warden of the springs'}