Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρημνός2
κρημνοφοβέομαι
κρημνώδης
κρημνώρεια
κρηναῖος
κρήνη
κρήνηθεν
κρηνήϊος
κρήνηνδε
κρηνιάς
κρηνῖτις
κρηνοῦχος
κρηνοφυλάκιον
κρηνοφύλαξ
κρηπιδαῖον
κρηπιδιαῖος
κρηπίδιον
κρηπιδοποιός
κρηπιδόω
κρηπίδωμα
κρηπίς
View word page
κρηνῖτις
growing near a spring

ShortDef

growing near a spring

Debugging

Headword:
κρηνῖτις
Headword (normalized):
κρηνῖτις
Headword (normalized/stripped):
κρηνιτις
IDX:
50513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50514
Key:

Data

{'content': 'growing near a spring'}