Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρημνοποιός
κρημνός
κρημνός2
κρημνοφοβέομαι
κρημνώδης
κρημνώρεια
κρηναῖος
κρήνη
κρήνηθεν
κρηνήϊος
κρήνηνδε
κρηνιάς
κρηνῖτις
κρηνοῦχος
κρηνοφυλάκιον
κρηνοφύλαξ
κρηπιδαῖον
κρηπιδιαῖος
κρηπίδιον
κρηπιδοποιός
κρηπιδόω
View word page
κρήνηνδε
to a well

ShortDef

to a well

Debugging

Headword:
κρήνηνδε
Headword (normalized):
κρήνηνδε
Headword (normalized/stripped):
κρηνηνδε
IDX:
50511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50512
Key:

Data

{'content': 'to a well'}