Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κρημνόγραφος
κρημνοποιός
κρημνός
κρημνός2
κρημνοφοβέομαι
κρημνώδης
κρημνώρεια
κρηναῖος
κρήνη
κρήνηθεν
κρηνήϊος
κρήνηνδε
κρηνιάς
κρηνῖτις
κρηνοῦχος
κρηνοφυλάκιον
κρηνοφύλαξ
κρηπιδαῖον
κρηπιδιαῖος
κρηπίδιον
κρηπιδοποιός
View word page
κρηνήϊος
[of, from a spring >κρηναῖος]
ShortDef
[of, from a spring >κρηναῖος]
Debugging
Headword:
κρηνήϊος
Headword (normalized):
κρηνήϊος
Headword (normalized/stripped):
κρηνηιος
IDX:
50510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50511
Key:
Data
{'content': '[of, from a spring >κρηναῖος]'}