Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρημνοβάτης
κρημνόγραφος
κρημνοποιός
κρημνός
κρημνός2
κρημνοφοβέομαι
κρημνώδης
κρημνώρεια
κρηναῖος
κρήνη
κρήνηθεν
κρηνήϊος
κρήνηνδε
κρηνιάς
κρηνῖτις
κρηνοῦχος
κρηνοφυλάκιον
κρηνοφύλαξ
κρηπιδαῖον
κρηπιδιαῖος
κρηπίδιον
View word page
κρήνηθεν
from a well

ShortDef

from a well

Debugging

Headword:
κρήνηθεν
Headword (normalized):
κρήνηθεν
Headword (normalized/stripped):
κρηνηθεν
IDX:
50509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50510
Key:

Data

{'content': 'from a well'}