Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρημνοβατέω
κρημνοβάτης
κρημνόγραφος
κρημνοποιός
κρημνός
κρημνός2
κρημνοφοβέομαι
κρημνώδης
κρημνώρεια
κρηναῖος
κρήνη
κρήνηθεν
κρηνήϊος
κρήνηνδε
κρηνιάς
κρηνῖτις
κρηνοῦχος
κρηνοφυλάκιον
κρηνοφύλαξ
κρηπιδαῖον
κρηπιδιαῖος
View word page
κρήνη
a well, spring, fountain

ShortDef

a well, spring, fountain

Debugging

Headword:
κρήνη
Headword (normalized):
κρήνη
Headword (normalized/stripped):
κρηνη
IDX:
50508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50509
Key:

Data

{'content': 'a well, spring, fountain'}