Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρημνηγορέω
κρήμνημι
κρημνίζω
κρήμνισις
κρημνοβατέω
κρημνοβάτης
κρημνόγραφος
κρημνοποιός
κρημνός
κρημνός2
κρημνοφοβέομαι
κρημνώδης
κρημνώρεια
κρηναῖος
κρήνη
κρήνηθεν
κρηνήϊος
κρήνηνδε
κρηνιάς
κρηνῖτις
κρηνοῦχος
View word page
κρημνοφοβέομαι
to be afraid of precipices

ShortDef

to be afraid of precipices

Debugging

Headword:
κρημνοφοβέομαι
Headword (normalized):
κρημνοφοβέομαι
Headword (normalized/stripped):
κρημνοφοβεομαι
IDX:
50504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50505
Key:

Data

{'content': 'to be afraid of precipices'}