Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγκύλη
ἀγκυλητός
ἀγκυλιδωτός
ἀγκυλίζομαι
ἀγκύλιον
ἀγκυλίς
ἀγκύλλω
ἀγκυλοβλέφαρον
ἀγκυλόγλωσσον
ἀγκυλογλώχιν
ἀγκυλόδειρος
ἀγκυλόδους
ἀγκυλοειδής
ἀγκυλοκοπέω
ἀγκυλόκυκλος
ἀγκυλόκωλος
ἀγκυλομαχία
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
View word page
ἀγκυλόδειρος
crooknecked

ShortDef

crooknecked

Debugging

Headword:
ἀγκυλόδειρος
Headword (normalized):
ἀγκυλόδειρος
Headword (normalized/stripped):
αγκυλοδειρος
IDX:
504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-505
Key:

Data

{'content': 'crooknecked'}