Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρηδεμνόκομος
κρήδεμνον
Κρηθείδας
Κρηθεΐς
Κρηθεύς
κρῆθμον
Κρήθων
κρήϊνον
κρήϊον
κρημνηγορέω
κρήμνημι
κρημνίζω
κρήμνισις
κρημνοβατέω
κρημνοβάτης
κρημνόγραφος
κρημνοποιός
κρημνός
κρημνός2
κρημνοφοβέομαι
κρημνώδης
View word page
κρήμνημι
to hang, be suspended

ShortDef

to hang, be suspended

Debugging

Headword:
κρήμνημι
Headword (normalized):
κρήμνημι
Headword (normalized/stripped):
κρημνημι
IDX:
50495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50496
Key:

Data

{'content': 'to hang, be suspended'}