Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κρεουργέω
κρεουργηδόν
κρεουργία
κρεουργικός
κρεουργός
Κρέουσα
κρεοφαγέω
κρεοφαγία
κρεοφάγος
Κρεσφόντης
κρεώδης
κρεών
Κρέων
κρήγυος
κρηδεμνόκομος
κρήδεμνον
Κρηθείδας
Κρηθεΐς
Κρηθεύς
κρῆθμον
Κρήθων
View word page
κρεώδης
fleshy
ShortDef
fleshy
Debugging
Headword:
κρεώδης
Headword (normalized):
κρεώδης
Headword (normalized/stripped):
κρεωδης
IDX:
50481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50482
Key:
Data
{'content': 'fleshy'}