Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρεοσιτέω
κρεοστάθμη
κρεουργέω
κρεουργηδόν
κρεουργία
κρεουργικός
κρεουργός
Κρέουσα
κρεοφαγέω
κρεοφαγία
κρεοφάγος
Κρεσφόντης
κρεώδης
κρεών
Κρέων
κρήγυος
κρηδεμνόκομος
κρήδεμνον
Κρηθείδας
Κρηθεΐς
Κρηθεύς
View word page
κρεοφάγος
eating flesh, carnivorous

ShortDef

eating flesh, carnivorous

Debugging

Headword:
κρεοφάγος
Headword (normalized):
κρεοφάγος
Headword (normalized/stripped):
κρεοφαγος
IDX:
50479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50480
Key:

Data

{'content': 'eating flesh, carnivorous'}