Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρεοπωλέω
κρεοπώλης
κρεοπωλικός
κρεοπώλιον
κρεοσιτέω
κρεοστάθμη
κρεουργέω
κρεουργηδόν
κρεουργία
κρεουργικός
κρεουργός
Κρέουσα
κρεοφαγέω
κρεοφαγία
κρεοφάγος
Κρεσφόντης
κρεώδης
κρεών
Κρέων
κρήγυος
κρηδεμνόκομος
View word page
κρεουργός
working

ShortDef

working

Debugging

Headword:
κρεουργός
Headword (normalized):
κρεουργός
Headword (normalized/stripped):
κρεουργος
IDX:
50475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50476
Key:

Data

{'content': 'working'}