Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κρεοντίς
κρεοποιός
κρεοπωλέω
κρεοπώλης
κρεοπωλικός
κρεοπώλιον
κρεοσιτέω
κρεοστάθμη
κρεουργέω
κρεουργηδόν
κρεουργία
κρεουργικός
κρεουργός
Κρέουσα
κρεοφαγέω
κρεοφαγία
κρεοφάγος
Κρεσφόντης
κρεώδης
κρεών
Κρέων
View word page
κρεουργία
a cutting up, butchering

ShortDef

a cutting up, butchering

Debugging

Headword:
κρεουργία
Headword (normalized):
κρεουργία
Headword (normalized/stripped):
κρεουργια
IDX:
50473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50474
Key:

Data

{'content': 'a cutting up, butchering'}