Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρεοθηκάριος
κρεοθήκη
κρεοκάκκαβος
κρεοκοπέω
κρεοκόπος
Κρεόντειος
Κρεοντίς
κρεοποιός
κρεοπωλέω
κρεοπώλης
κρεοπωλικός
κρεοπώλιον
κρεοσιτέω
κρεοστάθμη
κρεουργέω
κρεουργηδόν
κρεουργία
κρεουργικός
κρεουργός
Κρέουσα
κρεοφαγέω
View word page
κρεοπωλικός
of or for a butcher

ShortDef

of or for a butcher

Debugging

Headword:
κρεοπωλικός
Headword (normalized):
κρεοπωλικός
Headword (normalized/stripped):
κρεοπωλικος
IDX:
50467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50468
Key:

Data

{'content': 'of or for a butcher'}